- ποδηλατοδρόμιο
- το, Ν στάδιο με πίστα για αγώνες ποδηλατοδρομίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + -δρόμιο (< -δρομος), απόδοση τού γαλλ. velodrome. Η λ., στον λόγιο τ. ποδηλατοδρόμιον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.